- αψιδώνω
- μετ.1) сооружать в виде свода, арки; 2) перекрывать сводом, аркой; окаймлять аркадой
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αψιδώνω — (AM ἁψιδῶ, όω) κάνω κάτι σαν αψίδα, κάμπτω νεοελλ. βάζω αψίδα στον τροχό της άμαξας … Dictionary of Greek
καμαρώνω — (AM καμαρῶ, όω, Μ και καμαρώνω) κατασκευάζω κάτι με καμάρα, με αψίδα ή σε σχήμα καμάρας, επιστεγάζω με καμάρα, με θόλο, με αψίδα, αψιδώνω (νεοελλ. μσν) 1. υπερηφανεύομαι, καυχιέμαι, επιδεικνύομαι, στέκω καμαρωτός, κορδώνομαι («καμαρώνει σαν… … Dictionary of Greek